- κάρηνον
- κάρηνον και δωρ. τ. κάρανον, τὸ (Α)1. το κεφάλι («ἀνδρῶν κάρηνα» — κεφάλια ανδρών, άνδρες, Ομ. Ιλ.)2. μτφ., (για βουνά) η κορυφή («κατ' Ὀυλύμποιο καρήνων», Ομ. Ιλ.)3. (για πόλεις) η ακρόπολη, το κάστρο («πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα μέσω ενός αμάρτ. τ. *κάρασνον].
Dictionary of Greek. 2013.